τσοντάρισμα

τσοντάρισμα
το, -ατος
1. προσθήκη τσόντας (βλ. λ.).
2. μτφ., συμπλήρωση χρηματικού ποσού για συμμετοχή σε οικονομική ενίσχυση: Δεν έχει κανένα στον κόσμο και ζει με τσονταρίσματα από φιλάνθρωπους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσοντάρισμα — το, Ν [τσοντάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσοντάρω …   Dictionary of Greek

  • παρέκταμα — το, ΝΑ [παρεκτείνω] 1. το αποτέλεσμα τού παρεκτείνω, η επέκταση, προέκταση, προσθήκη, επιμήκυνση, το μάτισμα, το τσοντάρισμα 2. κάθε τμήμα που προστίθεται σ ένα σύνολο ως συμπλήρωμα με σκοπό την επέκτασή του, η τσόντα 3. απόκομμα, απόσπασμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”