- τσοντάρισμα
- το, -ατος1. προσθήκη τσόντας (βλ. λ.).2. μτφ., συμπλήρωση χρηματικού ποσού για συμμετοχή σε οικονομική ενίσχυση: Δεν έχει κανένα στον κόσμο και ζει με τσονταρίσματα από φιλάνθρωπους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.